Ασθένειες Αμυγδαλιάς

1) Ανάρσια (Anarsia Lineatella)


Προέρχεται από λεπιδόπτερο έντομο που διαχειμάζει ως προνύμφη δεύτερης ηλικίας σε κατάλληλες κρύπτες που σκάβει μέσα στο φλοιό ή κατασκευάζει στους νεαρούς βλαστούς. Στα τέλη Απριλίου-αρχές Μαΐου, πραγματοποιείται η χρυσαλλίδωση μέσα σε ένα αραιό βομβύκιο, το οποίο κατασκευάζει σε προστατευμένα σημεία επάνω στο φυτό και στο έδαφος. Προκαλεί λύγισμα και καταστροφή των βλαστικών κορυφών, ενώ προσβάλει και τους τρυφερούς καρπούς, αφού εισέρχεται στο εσωτερικό από στοές και τρέφεται από αυτούς. Η προσβολή εμφανίζεται καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους όπου συμπληρώνονται 2-3 γενεές με τη μέγιστη παρουσία τον μήνα Απρίλιο. Η ανάπτυξη των προνυμφών της πρώτης γενεάς γίνεται εις βάρος των βλαστών και των μικρών καρπών στη φάση της αύξησης. Οι προνύμφες της δεύτερης γενεάς αναπτύσσονται κυρίως εις βάρος των καρπών και τα ωά της τρίτης γενεάς εκκολάπτονται κυρίως τον Σεπτέμβριο-Οκτώβριο, ενώ οι προνύμφες κατασκευάζουν το καταφύγιο, όπου θα διαχειμάσουν. Αντιμετωπίζεται με εντομοκτόνα φυτοφάρμακα: α) το χειμώνα και β) την άνοιξη (Απρίλιο-Μάιο).

Κατάλληλα φυτοφάρμακα: CORAGEN / MAVRIK AQUAFLOW 24 SC.

2) Αφίδες (Myzus Persicae, Lanchus Persicae)


Αποτελεί έντομο πράσινου (Myzus Persicae) ή γκρι-μαύρου (Lanchus Persicae) χρώματος. Προσβάλλει κυρίως τα νεαρά δέντρα και εγκαθίσταται στα τρυφερά αναπτυσσόμενα μέρη τους (νεαρά φύλλα, βλαστοί, χονδρά κλωνάρια, βραχίονες) κι απομυζά το χυμό. Η πράσινη αφίδα προκαλεί συστρέψεις και ξηράνσεις των νεαρών φύλλων, αναστολή της ανάπτυξης των βλαστών και ατροφία της ακραίας βλάστησης. Στις σακχαρώδεις ουσίες (μελίτωμα) που εκκρίνουν τα έντομα αυτά, αναπτύσσονται μετέπειτα οι καπνιές και οι παρασιτικοί μύκητες, που επιδεινώνουν τη ζημιά και ορισμένες φορές συντελούν στο «λέρωμα» των καρπών. Η γκριζόμαυρη αφίδα προκαλεί πληγές που αποτελούν σοβαρή πύλη εισόδου για πολλές επικίνδυνες ασθένειες στα δένδρα και αναπτύσσεται πάντοτε από την σκιαζόμενη πλευρά των βραχιόνων ή των κλάδων. Η προσβολή εμφανίζεται τον Απρίλιο-Μάιο, στην έναρξη της νέας βλάστησης και διαρκεί ως το φθινόπωρο. Το έντομο, διαχειμάζει υπό μορφή χειμέριου αυγού που προκύπτει από εγγενή αναπαραγωγή το φθινόπωρο. Έχει πολλές αλλεπάλληλες γενεές το χρόνο. Τα χειμερινά αυγά, συνήθως 4-6 ανά θηλυκό, βρίσκονται στους οφθαλμούς ή σε εσοχές σε μέρη του φλοιού. Το έντομο Myzus Persicae είναι ανθεκτικό στο κρύο και μπορεί να αναπτύσσεται σε θερμοκρασίες μεταξύ 5°-30οC, ενώ το Lanchus Persicae είναι ανθεκτικό στο κρύο έως -7οC, αλλά ευαίσθητο στις υψηλές θερμοκρασίες του καλοκαιριού. Αντιμετωπίζεται με εντομοκτόνα φυτοφάρμακα, κατά την περίοδο εμφάνισης των πρώτων προσβολών.

Κατάλληλα φυτοφάρμακα: PIRIMOR 50 WG / DECIS.

3) Εξώασκος (Taphrina Deformans)


Προέρχεται από μύκητα του οποίου το παθογόνο διαχειμάζει με βλαστοσπόρια που στη συνεχεία μεταφέρονται και μολύνουν τις τρυφερές επιφάνειες των φυτικών μερών (φύλλα, καρπούς, βλαστούς). Προκαλεί κυρίως υπερπλασία και υπερτροφία στα φύλλα τα οποία παρουσιάζουν τοπική ή ολική πάχυνση του ελάσματος, κατσάρωμα και τελικώς έντονη παραμόρφωση. Αρχικά παίρνουν κόκκινο χρώμα και αργότερα κιτρινότεφρο με βελούδινη όψη, ώσπου γίνονται καστανά, μαραίνονται, ξηραίνονται και πέφτουν προκαλώντας, πλήρη φυλλόπτωση. Μετά από τη φυλλόπτωση, το δέντρο σχηματίζει συνήθως νέο υγιές φύλλωμα. Η δημιουργία της νέας βλάστησης οδηγεί σε εξασθένηση των δέντρων και σοβαρή καρπόπτωση. Στους καρπούς εμφανίζονται τοπικές κιτρινοπράσινες διογκώσεις και πρόωρη πτώση, ενώ οι νεαροί βλαστοί παρουσιάζουν έντονες διογκώσεις, χλώρωση και ρόδακες. Η προσβολή εμφανίζεται νωρίς την άνοιξη. Τα βλαστοσπόρια που είναι πολύ ανθεκτικά στις δυσμενείς καιρικές συνθήκες και μπορεί να επιβιώσουν περισσότερο από δύο χρόνια, με τον υγρό και βροχερό καιρό, μεταφέρονται στις ευπαθείς επιφάνειες των εκπτυσσόμενων φύλλων ή άλλων τρυφερών οργάνων, βλαστάνουν και τις μολύνουν. Η είσοδος του παθογόνου γίνεται με απευθείας διάτρηση της εφυμενίδας ή από τα στόματα. Οι μολύνσεις γίνονται κυρίως κατά τη διάρκεια της βραχείας περιόδου μετά την έκπτυξη των οφθαλμών και κυρίως προ της διαφοροποιήσεως των ιστών της νέας βλάστησης. Η νέα βλάστηση που σχηματίζεται μετά από έντονη φυλλόπτωση λόγω της προσβολής, παραμένει υγιής και δε μολύνεται. Έτσι το παθογόνο έχει συνήθως μία ή σπανιότερα δύο γενεές το χρόνο. Ευνοείται από τις χαμηλές θερμοκρασίες (10-20οC) και την υψηλή σχετική υγρασία. Αντιμετωπίζεται με μυκητοκτόνα φυτοφάρμακα και ψεκασμό κατά τη διάρκεια του λήθαργου των δέντρων. Ο ψεκασμός αυτός μπορεί να γίνει το φθινόπωρο μετά την πτώση των φύλλων και μέχρι το φούσκωμα των οφθαλμών. Μετά την είσοδο του παθογόνου στους ιστούς, η καταπολέμηση δεν είναι δυνατή.

Κατάλληλα φυτοφάρμακα: SIGNUM / CUPROXAT 19 SC.

Όλες οι παραπάνω ασθένειες και οι δραστικές ουσίες για την αντιμετώπισή τους είναι ενδεικτικές και αποτελούν προτάσεις και συμβουλές του συνεργαζόμενου με το φυτώριό μας γεωπόνου Αποστόλου Θεόδωρου.